- ὑφασία
- ὑφασίᾱ , ὑφασίαfem nom/voc/acc dualὑφασίᾱ , ὑφασίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υφασία — ἡ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) βλ. ύφανση … Dictionary of Greek
φασά — η, Ν τρόπος ύφανσης, υφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υφαίνω / ύφανση, μέσω τού τ. ὑφασία < *φασιά (με σίγηση τού αρκτικού υ )] … Dictionary of Greek
ύφανση — η / ὕφανσις, άνσεως, ΝΜΑ, και ὑφανσία Μ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, ὑφασία Α [ὑφαίνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υφαίνω, η κατασκευή υφάσματος νεοελλ. συνεκδ. ο τρόπος με τον οποίο έχει κατασκευαστεί ένα ύφασμα («αυτή η κουβέρτα έχει… … Dictionary of Greek
ՈՍՏԱՅՆԱՆԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0522 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 9c, 10c, 11c գ. Արհեստ եւ գործ ոստայնանկաց. ոստայնագործելն՝ հանդերձ սարօքն. ὔφασμα, ὐφασία, τὸ ὐφαντόν, ἠ ὐφαντική textura, ars texendi եւ κερκίς radius textorius,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)